δαφνοφόρος — α, ο (Α δαφνηφόρος, ον) (για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος») νεοελλ. 1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες») 2. αυτός που φέρνει τις δάφνες τής δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος) αρχ. 1. όποιος… … Dictionary of Greek
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
καυλοφορώ — καυλοφορῶ, έω (Α) (για φυτό) έχω καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + φορῶ (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη φορώ, στεφανη φορώ] … Dictionary of Greek
Δαυχναφόριος — Δαυχναφόριος, ο (Α) πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < *δαύχνα (παράλληλος τ. τού δάφνη*, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + φόριος < φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)] … Dictionary of Greek
δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] … Dictionary of Greek
θεσμοφόριος — θεσμοφόριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος ονομασία μήνα στους Ροδίους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῑον ναός τής Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια 3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» είδος δακτυλικού μέτρου … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek