- παρα-παίζω
παρα-παίζω (s. παίζω), nebenbei, beiläufig scherzen, spotten, πρός τι, anspielen, Schol. Ar. Plut. 811.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-παίζω (s. παίζω), nebenbei, beiläufig scherzen, spotten, πρός τι, anspielen, Schol. Ar. Plut. 811.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμπαραθύρω — Μ παίζω μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο παιχνίδι, συμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρά + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
τρηματίζω — Α [τρῆμα, ατος] καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek