- δασύ-πρωκτος
δασύ-πρωκτος, mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασύ-πρωκτος, mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] … Dictionary of Greek
χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] … Dictionary of Greek