- μελί-πνοος
μελί-πνοος, zsgzgn -πνους, πνουν, süß athmend, -duftend, λίβανος, Philp. 10 (VI, 231); σύριγξ, Theocr. 1, 128; φωνή, Nonn. D. 10, 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-πνοος, zsgzgn -πνους, πνουν, süß athmend, -duftend, λίβανος, Philp. 10 (VI, 231); σύριγξ, Theocr. 1, 128; φωνή, Nonn. D. 10, 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] … Dictionary of Greek