μελέτη

μελέτη

μελέτη, , Sorge, Fürsorge, auch Wartung, Pflege, Hes. O. 414, πλεόνων, Sorge für Mehreres, ib. 382; μελέτην τινὸς ἔχειν, für Etwas sorgen, 459; u. absolut, Pind. N. 6, 56; μελέταν ἔργοις ὀπάζων, Sorge darauf verwendend, I. 5, 62; μελέταν σοφισταῖς πρόςβαλον, ib. 4, 31; Soph. Phil. 196; μελέτῃ κατατρυχόμενος, Eur. Med. 1099; – bes. sorgfältige Betreibung einer Sache, Uebung, Thuc. 2, 85; ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτη, 5, 69; μελέτη σώζει τὴν ἐπιστήμην, Plat. Conv. 208 a; mit ἔϑος vrbdn, Phaed. 82 b; mit μάϑησις, Theaet. 153 h u. öfter; κατὰ μελέτην τὴν πρὸς πόλεμον, Legg. IX, 865 a; Isocr. 1, 18; bei Xen. oft μελέτην ποιεῖσϑαι, dem ἀσκεῖν entsprechend, wie Thuc. 1, 18; von Redeübungen, Disputationen, καὶ ἐπιμέλεια, Dem. 18, 308; μελέτην ποιεῖσϑαι, Luc. Nigr. 6. Auch = Gewöhnung an Etwas, ἐν μελέτῃ γίγνεσϑαι τῶν ψόφων, Stob. fl. app. 5, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”