- μελά-μβροτος
μελά-μβροτος, mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰϑιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελά-μβροτος, mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰϑιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπιθόμβροτος — ὀπιθόμβροτος, ον (Α) αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί … Dictionary of Greek