- νεο-θαλής
νεο-θαλής, ές, frisch, neu grünend, sprossend, übte., αἰσχύνη, Eur. I. A. 188, Suid. erkl. νεωστὶ βλαστήσασα, neu entstanden. – Aber νεοϑᾱλής s. unter νεοϑηλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-θαλής, ές, frisch, neu grünend, sprossend, übte., αἰσχύνη, Eur. I. A. 188, Suid. erkl. νεωστὶ βλαστήσασα, neu entstanden. – Aber νεοϑᾱλής s. unter νεοϑηλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… … Dictionary of Greek