- μελο-ποιέω
μελο-ποιέω, ein Lied dichten, bes. die Melodie dazu machen, Sp., vgl. Ath. XIV, 632 c Ὅμηρος διὰ τὸ μεμελοποιηκέναι πᾶσαν ἑαυτοῦ τὴν ποίησιν ἀφροντιστὶ τοὺς πολλοὺς ἀκεφάλους ποιεῖ στίχους καὶ λαγάρους, dem nachher προςάγειν πρὸς τὰ ποιήματα μελῳδίαν entspricht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.