- πρό-οπτος
πρό-οπτος, adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-οπτος, adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek
απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… … Dictionary of Greek