- μελαμ-ψήφῑς
μελαμ-ψήφῑς, ῑδος, mit schwarzen Steinchen, Kieseln, Ἄναυρος, Callim. Dian. 101, Ἰσμηνός, Del. 76. Bei Philet. 19 vermuthet man auch μελάμψηφος-
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαμ-ψήφῑς, ῑδος, mit schwarzen Steinchen, Kieseln, Ἄναυρος, Callim. Dian. 101, Ἰσμηνός, Del. 76. Bei Philet. 19 vermuthet man auch μελάμψηφος-
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυψήφις — και επικ. τ. πουλυψήφις, ιδος, ὁ, ἡ, Α (σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ. β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφίς, ῖδος… … Dictionary of Greek