πρό-βολος

πρό-βολος

πρό-βολος, Alles, was vorsteht od. vorgehalten wird, substant.; a) ein vorspringender, vorragender Ort, ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεύς, Od. 12, 251, wie προβλής. So sagt Dem. 8, 61 ἀλλ' ἀνάγκη τούτοις ὥςπερ προβόλοις προςπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων, u. ähnlich μὴ δὴ πρὸς οὓς αὐτὸς ἔχωσας λιμένας καὶ προβόλων ἐνέπλησας, πρὸς τούτους προςορμίζου, 25, 84. – b) zum Schutz vorgehaltene Waffe, Schild, Speer, bes. Jagdspieß, Her. 7, 76; übh. Schutz, neben σωτήρ, Ar. Nubb. 1145; τοῦ πολέμου, heißt eine feste Burg, Xen. Cyr. 5, 3, 11. 23; Folgde, wie Plut. τὸν λογισμὸν ὡς πρόβολον ἐμποδὼν ἀεὶ τῇ γλώττῃ κείμενον, de garrul. 14; aber Caes. 21 Wehr, um Wasser abzuhalten. – In VLL. wird es auch erkl. τὸ τῶν σιτίων δοχεῖον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”