μελεδών — sufferings fem nom/voc sg μελεδών sufferings fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… … Dictionary of Greek
μελεδῶνας — μελεδών sufferings fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδῶνες — μελεδών sufferings fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδῶνι — μελεδών sufferings fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδῶνος — μελεδών sufferings fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδῶσι — μελεδών sufferings fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδόνας — μελεδών sufferings fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδόσι — μελεδών sufferings fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδώνων — μελεδών sufferings fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχθηδών — ἀχθηδών ( ονος), η (Α) 1. βάρος, φορτίο 2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + δων , επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη πρβλ. ακεχηδών «λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών] … Dictionary of Greek