μελεδωνός

μελεδωνός

μελεδωνός, , u. , der Besorger, Wächter, Aufseher, τῶν οἰκίων, Her. 3, 61. 63, u. fem., 2, 65; Ael. V. H. 2, 14; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • μελεδωνός — attendant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδῶνος — μελεδών sufferings fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνοῖς — μελεδωνός attendant masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνοί — μελεδωνός attendant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνούς — μελεδωνός attendant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνέ — μελεδωνός attendant masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνῷ — μελεδωνός attendant masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνόν — μελεδωνός attendant masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνεύς — μελεδωνεύς, έως, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μελεδωνός* («μελεδωνεύς ὁ φύλαξ καὶ τὰ ὅμοια», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδών + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”