- μεθυ-σφαλής
μεθυ-σφαλής, ές, vom Wein taumelnd, schwankend, ἴχνος, Ep. ad. 286 ( Plan. 99); – aber μεϑ. λάγυνος, M. Arg. 21 (VI, 248), ist wohl die durch Wein zum Wanken, Taumeln bringt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυ-σφαλής, ές, vom Wein taumelnd, schwankend, ἴχνος, Ep. ad. 286 ( Plan. 99); – aber μεϑ. λάγυνος, M. Arg. 21 (VI, 248), ist wohl die durch Wein zum Wanken, Taumeln bringt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοοσφαλής — νοοσφαλής, ές (Α) αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο σφαλής, μεθυ σφαλής] … Dictionary of Greek
μεθυσφαλής — μεθυσφαλής, ές (ΑM) 1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι 2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι σφαλής, δομο σφαλής] … Dictionary of Greek
περισφαλώ — άω και έω, Α χάνω την ευστάθειά μου και σκοντάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαλῶ (< σφαλής < σφάλλω), πρβλ. μεθυ σφαλώ] … Dictionary of Greek
ποδοσφαλώ — έω, Ν σκοντάφτω ενώ βαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + σφαλῶ (< σφαλής < σφάλλω), πρβλ. μεθυ σφαλώ] … Dictionary of Greek