- παρ-ωλένιος
παρ-ωλένιος, neben dem Ellenbogen, Arme, Poll. 2, 138; nach Hesych. τῶν χειρῶν τὰ ὄπισϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ωλένιος, neben dem Ellenbogen, Arme, Poll. 2, 138; nach Hesych. τῶν χειρῶν τὰ ὄπισϑεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρωλένιος — α, ο / παρωλένιος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται δίπλα στο οστό τής ωλένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὠλένιος (< ὠλένη), πρβλ. επ ωλένιος] … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek