- νεο-τελής
νεο-τελής, ές, 1) eben erst beendigt, Suid. – 2) eben erst eingeweiht; Plat. Phaedr. 250 e; Luc. D. Mer. 11, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-τελής, ές, 1) eben erst beendigt, Suid. – 2) eben erst eingeweiht; Plat. Phaedr. 250 e; Luc. D. Mer. 11, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… … Dictionary of Greek
ολβιοτελής — ὀλβιοτελής, ές (Α) αυτός που αρμόζει σε ευδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] … Dictionary of Greek
ολοτελής — ές (ΑΜ ὁλοτελής, ές) πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ... ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] … Dictionary of Greek