παρ-ωκεάνιος

παρ-ωκεάνιος

παρ-ωκεάνιος, am Ocean gelegen, da wohnend, Plut. Caes. 20 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρωκεάνιος — α, ο / παρωκεάνιος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε ωκεανό (α. «παρωκεάνιοι πληθυσμοί» β. «οἱ μὲν παρωκεάνιοι πάντες ἀμαχεὶ προσεχώρησαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὠκεανός + κατάλ. ιος (πρβλ. υπερ ωκεάνιος)] …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”