- μιξ-έλλην
μιξ-έλλην, ηνος, ὁ, Mischgrieche, Halbgrieche; Pol. 1, 67, 7, Plut. Crass. 31, im plur.; den sing. hat Heliod. 9, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξ-έλλην, ηνος, ὁ, Mischgrieche, Halbgrieche; Pol. 1, 67, 7, Plut. Crass. 31, im plur.; den sing. hat Heliod. 9, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] … Dictionary of Greek