- μεν-έγχης
μεν-έγχης, ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεν-έγχης, ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασχέδωρος — ἀσχέδωρος, ο (Α) ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν σχε δορF ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν εγχής, μεν αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek