- παρ-ωνυχία
παρ-ωνυχία, ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ωνυχία, ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek