- παρ-ωτίς
παρ-ωτίς, ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ωτίς, ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιωτίς — ἡ, Α η αμφωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ωτίς, ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. παρ ωτίς] … Dictionary of Greek
παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek