παρ-υπ-άρχω

παρ-υπ-άρχω

παρ-υπ-άρχω, dabei sein, stehen, wie πάρειμι, Schol. Eur. Hec. 1017 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… …   Dictionary of Greek

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • άναρχος — η, ο (AM ἄναρχος, ον) 1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό 2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα 3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον η αναρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αρχος < άρχω. ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι] …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • αγαθάρχης — ἀγαθάρχης, ο (Μ) ο Θεός ως πηγή τού αγαθού (μια από τις προσηγορίες τού Θεού από τον Θεόδωρο Λάσκαρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸν + άρχης < ἄρχω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αγαθαρχία, αγαθαρχικός] …   Dictionary of Greek

  • αγελάρχης — ἀγελάρχης, ο (AM) 1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης 2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + ἄρχω. ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)] …   Dictionary of Greek

  • αιρεσιάρχης — ο (Α αἱρεσιάρχης) (νεοελλ. μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως αρχ. αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + αρχης < ἄρχω ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ νεοελλ. αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”