- μικρότης
μικρότης, ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαϑούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεϑος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρότης, ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαϑούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεϑος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρότης — μῑκρότης , μικρότης smallness. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα … Dictionary of Greek
ԾԿԻԿ — ( ) NBH 1 1019 Chronological Sequence: Early classical, 17c գ. ԾԿԻԿ ՄԱՏՆ, ԾԿՈՅԹ. որ եւ ՃԿՈՅԹ. ռմկ. ճկութ, ծկութ. յն. μικρότης (փոքրկութիւն.) digitus minimus. իտ. mignolo. Փոքրիկն ʼի մատունս. փոքր մատն. ... *Աջոյ ձեռաց ծկիկ մատն. Առաքել պտմ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԾԿՈՅԹ — (ութի, կամ թոյ.) NBH 1 1019 Chronological Sequence: Early classical, 17c գ. ԾԿԻԿ ՄԱՏՆ, ԾԿՈՅԹ. որ եւ ՃԿՈՅԹ. ռմկ. ճկութ, ծկութ. յն. μικρότης (փոքրկութիւն.) digitus minimus. իտ. mignolo. Փոքրիկն ʼի մատունս. փոքր մատն. ... *Աջոյ ձեռաց ծկիկ մատն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՆՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0208 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σμικρότης exiguitas μικρότης parvitas λεπτότης tenuitas, subtilitas. Մանր գոլն. մանրկութիւն. փոքրկութիւն. ... *Լինի անհատ. մին ըստ կարծրութեան, որպէս ադամանդ, եւ միւսն ըստ մանրութեան,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈՔՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0962 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 12c գ. μικρότης parvitas, exiguitas, pusillitas. Փոքրիկն գոլ, նուազութիւն. նուաստութիւն. պզտկութիւն. ... *Շռինգգ մեծ եւ յոյժ դարձցի ʼի փոքրկութի ʼի մէջ ազգաց. Բար. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μικρότησι — μῑκρότησι , μικρότης smallness. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότητα — μῑκρότητα , μικρότης smallness. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότητας — μῑκρότητας , μικρότης smallness. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότητες — μῑκρότητες , μικρότης smallness. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότητι — μῑκρότητι , μικρότης smallness. fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)