- μικρό-τριχος
μικρό-τριχος, mit kleinem, kurzem Haare, Arist. H. A. 2, 1 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-τριχος, mit kleinem, kurzem Haare, Arist. H. A. 2, 1 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομότριχος — ὁμότριχος, ον (Α) ομόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μικρό τριχος] … Dictionary of Greek
παχύτριχος — ον, Α αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μικρό τριχος] … Dictionary of Greek
τριχισμός — ὁ, ΜΑ μικρό ρήγμα οστού, τριχίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. ισμός* μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τριχίζω] … Dictionary of Greek
τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… … Dictionary of Greek
τριχόπτερα — Τάξη εντόμων, που ανήκει στα νευρόπτερα. Τα έντομα αυτά έχουν μικρό ή μέτριο μέγεθος και 4 μεμβρανώδη φτερά, που σκεπάζονται από τρίχωμα και λεπτά λέπια. Οι προνύμφες τους είναι υδρόβιες. Κυριότερη οικογένεια της τάξης αυτής είναι οι φρυγανίδες.… … Dictionary of Greek