μινύ-ωρος

μινύ-ωρος

μινύ-ωρος, dasselbe, Philet. 2 (VII, 481).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • μινύωρος — μινύωρος, ον (Α) μινυώριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω* «περικόπτω, ελαττώνω» + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ολιγό ωρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”