- μιξό-θηρος
μιξό-θηρος, = Vorigem, Themist. 23 p. 284 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξό-θηρος, = Vorigem, Themist. 23 p. 284 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόθηρος — μισόθηρος, ον (Α) 1. αυτός που απεχθάνεται τη θήρα, το κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόθηρον η απέχθεια προς το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θηρος (< θήρ «άγριο θηρίο»), πρβλ. μιξό θηρος, φιλό θηρος] … Dictionary of Greek
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek