μιαρία

μιαρία

μιαρία, , das Wesen od. die Handlungsweise eines μιαρός, Schlechtigkeit, Verbrechen, bes. Mord, Blutschuld, von Phryn. p. 343 (vgl. B. A. 108) verworfen; Antiph. 2 γ 1; Is. 5, 11; περὶ τῆς αἰσχροκερδίας καὶ μιαρίας, Dem. 29, 4; Xen. Hell. 5, 3, 6 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιαρία — μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc/acc dual μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίᾳ — μιαρίαι , μιαρία brutality fem nom/voc pl μιαρίᾱͅ , μιαρία brutality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρία — η (Α μιαρία) [μιαρός] ο χαρακτήρας και η διαγωγή τού μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα αρχ. μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο …   Dictionary of Greek

  • μιαρίας — μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem acc pl μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαι — μιαρία brutality fem nom/voc pl μιαρίᾱͅ , μιαρία brutality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαν — μιαρίᾱν , μιαρία brutality fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαις — μιαρία brutality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”