- νεό-ζυξ
νεό-ζυξ, υγος, = νεόζυγος, γυναῖκες, neu vermählt, Ap. Rh. 4, 1191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-ζυξ, υγος, = νεόζυγος, γυναῖκες, neu vermählt, Ap. Rh. 4, 1191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό … Dictionary of Greek
ομόζυξ — ὁμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.) 2. σύζυγος αρχ. 1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο 2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * +… … Dictionary of Greek