νεό-χνοος

νεό-χνοος

νεό-χνοος, mit dem ersten, jungen Flaumhaar, Barthaar, Gregor. ep. (VIII, 165).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • χνοώ — άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς] (για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδι αρχ. 1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.) 3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”