νεό-τμητος

νεό-τμητος

νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολότμητος — ὁλότμητος, ον (Α) κομμένος σε ολόκληρα μεγάλα τεμάχια («ὁλότμητα δεῑπνα», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτμητος — ον, Α 1. πολύ τεμαχισμένος, κατάτμητος 2. (με ενεργ. μτβ. σημ.) μτφ. (για οξύ πόνο) πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • φιλότμητος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να τέμνει 2. αυτός με τον οποίο γίνεται τμήση 3. φρ. «φιλότμητος ἠώς» το πρωί κατά το οποίο γίνεται η περιτομή (Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”