- νιφό-βολος
νιφό-βολος, = Vorigem; νάπος, Eur. I. A. 1283, wo falsch νιφοβόλον accentuirt ist; Παρνασός, Phoen. 214; πεδία, Ar. Av. 952; auch in Prosa, ὄρη, Strab. 8, 6, 21; Plut. Sertor. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιφό-βολος, = Vorigem; νάπος, Eur. I. A. 1283, wo falsch νιφοβόλον accentuirt ist; Παρνασός, Phoen. 214; πεδία, Ar. Av. 952; auch in Prosa, ὄρη, Strab. 8, 6, 21; Plut. Sertor. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek