- νεφρίδιος
νεφρίδιος, von den Nieren, die Nieren betreffend, δημός, Medic.; vgl. Lob. zu Phryn. 557, nach dem es schlechter als das Vorige ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφρίδιος, von den Nieren, die Nieren betreffend, δημός, Medic.; vgl. Lob. zu Phryn. 557, nach dem es schlechter als das Vorige ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφρίδιος — νεφρίδιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει στους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ωμ ίδιος)] … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek