μετ-έπειτα

μετ-έπειτα

μετ-έπειτα, nachher, hinterdrein, πρῶτα–, μετέπειτα δέ, Od. 10, 519 u. öfter; Her. 1, 25. 7, 7; τὸν μετέπειτα χρόνον, Plat. Ep. VIII, 353 c u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • GENETES — portus et fluv. Arrian. Steph. unde Genetaeum prom. in quo templum fuit Hospitalis Iovis, quem Xenion vocant. Steph. Val. Flacc. Argon. l. 5. v. 147. Inde genetaei rupes Iovis: Apollon. Τοὺς δὲ μετ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα Γενηταίου Διὸς ἄκην Γνάμψαντες,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • μεθύστερος — η, ο (Α μεθύστερος, έρα, ον) 1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα 2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστερος αρχ. 1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερον α) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξής β) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστερα γ) (με… …   Dictionary of Greek

  • μετέπειτα — (ΑΜ μετέπειτα, Α ιων. τ. μετέπειτεν) επίρρ. κατόπιν, αργότερα, ακολούθως («καὶ μετέπειτα, θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (συν. με άρθρ. ως επίθετο) ο, η, το μετέπειτα αυτός που ακολουθεί, ο κατοπινός 2. φρ. οι μετέπειτα οι… …   Dictionary of Greek

  • μετακλύζω — (Α) καθαρίζω έπειτα με κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κλύζω «πλένω, καθαρίζω με νερό»] …   Dictionary of Greek

  • μεταπιπίσκω — (Α) δίδω σε κάποιον να πιει έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιει»] …   Dictionary of Greek

  • μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”