πύργος

πύργος

πύργος, ein Wort mit unsrer Burg, Thurm; bes. die zur Vertheidigung auf der Stadtmauer angebrachten Mauerthürme, πόλιος, ἣν πέρι πύργος ὑψηλός, Od. 6, 262, u. öfter in der Il., die Ringmauer mit ihren Thürmen, im plur. Il. 7, 338. 436; ἄστεος, Pind. P. 5, 52; übh. jedes hochragende, thurmähnliche Gebäude, Il. 21, 526. 22, 447, vgl. 440; übh. Befestigungswerk, Schutzwehr, Bollwerk, vgl. Αἴας φέρων σάκος ἠΰτε πύργον, 11, 485. 17, 128; so heißt Aias selbst πύργος Ἀχαιοῖς, Od. 11, 556; Achilleus π. ἀϋτῆς, Theocr. 22, 220. – Oft bei Tragg. für Thurm, Mauer, z. B. Aesch. Spt. 33. 198, öfter; πόλιν πύργων βαϑείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; Soph. auch = Schutz, σμικροὶ μεγάλων χωρὶς σφαλερὸν πύργου ῥῠμα πέλονται, Ai. 159; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, Eur. Alc. 312; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστήσαντες, Plat. Critia. 116 a; ξύλινος, Thuc. 4, 90, u. A.; auch von einzelnen auf Rädern beweglichen, als Belagerungsmaschinen gebrauchten Thürmen. – Bei Dem. 47, 56 ein Hintergebäude mit einem Thurm oder Altan, in welchem das weibliche Gesinde ist; auch nach Schol. Ap. Rh. 3, 238 sind πύργοι = ὑψηλότεραι οἰκοδομαί, Zimmer im oberen Stockwerke. – Eine in geschlossenen Gliedern vorrückende Heeresabtheilung, ein Viereck oder ein Zug, Il. 4, 334. 347. Vgl. πυργηδόν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πύργος — Sp Pirgas Ap Πύργος/Pyrgos L Elidės nomo c., PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πύργος — ο 1. ψηλό οικοδόμημα, προορισμένο για άμυνα πόλης ή φρουρίου: Οι πύργοι των κάστρων. 2. πυργωτή κατοικία φεουδάρχη κατά το μεσαίωνα, αλλ. καστέλι. 3. κτίριο που ξεπερνά στο ύψος τα άλλα οικοδομήματα. 4. στο σκάκι, ένα από τα πιόνια που έχει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύργος Διρού — Οικισμός (υψόμ. 200 μ.). Έδρα του ομώνυμου δήμου ης πρώην επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Ιθώμης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος Κιερίου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… …   Dictionary of Greek

  • Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκή Τέχνης – Πύργος Δροσίνη (Γουβών Εύβοιας) — Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στεγάζεται σ’ έναν εντυπωσιακό πέτρινο πύργο, ο οποίος χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. από τον Ιβραήμ Αγά και περιήλθε στην ιδιοκτησία του παππού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σήμερα, μετά το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”