μετ-οικίζω

μετ-οικίζω

μετ-οικίζω, in einen andern Wohnsitz bringen, übersiedeln, eine Colonie wohin führen, Arist. u. Sp. – Med. sich anders wohin begeben, um sich anzusiedeln, Ar. Eccl. 754 u. Sp. – Pass., μετοικισϑῆναι παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετοικίζω — (ΑΜ μετοικίζω) μεταφέρω ή οδηγώ κάποιον από έναν τόπο και τόν εγκαθιστώ σε άλλο αρχ. 1. μτφ. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να παραλογίζεται 2. (το μέσ.) μετοικίζομαι α) φεύγω από τον τόπο διαμονής μου και εγκαθίσταμαι αλλού, μεταναστεύω β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”