μετ-αλλαγή

μετ-αλλαγή

μετ-αλλαγή, , der Austausch, die Veränderung, συντυχίας, Eur. Herc. Fur. 766; bei Soph. Phil. 1119, ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, heißt es »der Bogen befindet sich nach dem Wechsel des Herrn in des erfinderischen Mannes Besitz«; oft in Prosa; μ. ἡμέρας, von einer Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Plat. Theaet. 199 c; κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα, Tim. 61 c; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μετ. εἴη, Xen. Hell. 7, 4, 10; – βίου, der Tod, Plut. cons. ad Apoll. i. A.; auch ohne βίου, D. Cass. 57, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μεθυπέρβατος — μεθυπέρβατος, ον (Α) (για λέξη) υπερβατός, συγκεχυμένος ή περιπεπλεγμένος («νόημα μεθυπέρβατον», Θεοδώρ.). επίρρ... μεθυπερβατῶς (Α) με αλλαγή τής συνήθους ή κανονικής σειράς τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπερβατός] …   Dictionary of Greek

  • μεθυπόστρωσις — μεθυπόστρωσις, εως, ἡ (Α) η αλλαγή τού στρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπόστρωσις] …   Dictionary of Greek

  • μετέλευσις — μετέλευσις, ἡ (Α) 1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή 2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας 3. καταδίωξη ή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»] …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώμη — μεταγνώμη, ἡ (Α) 1. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης 2. αποσκίρτηση, αποστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γνώμη (πρβλ. δια γνώμη, συγ γνώμη)] …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί …   Dictionary of Greek

  • μεταδιορισμός — μεταδιορισμός, ὁ (Μ) μεταβολή που προκαλεί διάκριση, αλλαγή προς το καλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + διορισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”