- πρό-δοξος
πρό-δοξος, urtheilend, bevor man Einsicht erlangt hat, ἄνϑρωπος, nach Phryn. in B. A. 6, 28 ὁ προδοξάζων περί τινος οὐ τἀληϑῆ, πρὶν ἢ σαφῶς καὶ μετὰ πίστεως ἐξετάσαι τὰ κατ' αὐτόν, ἀστάϑμητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-δοξος, urtheilend, bevor man Einsicht erlangt hat, ἄνϑρωπος, nach Phryn. in B. A. 6, 28 ὁ προδοξάζων περί τινος οὐ τἀληϑῆ, πρὶν ἢ σαφῶς καὶ μετὰ πίστεως ἐξετάσαι τὰ κατ' αὐτόν, ἀστάϑμητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να τό εξετάσει προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά δοξος] … Dictionary of Greek