πόῤῥωθεν

πόῤῥωθεν

πόῤῥωθεν, von fern her, von weitem her; ἰδεῖν, Soph. Trach. 999; Ggstz ἐγγύϑεν, Plat. Prot. 356 c; εἴργειν, Phaedr. 239 b; γράμματα σμικρὰ πόῤῥωϑεν ἀναγνῶναι, Rep. II, 368 d; προδιηγεῖσϑαι, Dem. 59, 93; πόῤῥωϑεν πρὸς δόμων τὸ μέλλον, Plut. Them. 3. – Compar. ποῤῥωτέρωϑεν, mehr von weitem her, Isocr. 4, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρρωθεν — ΜΑ επίρρ. βλ. πρόσωθεν …   Dictionary of Greek

  • πόρρωθεν — πρόσωθεν from afar attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • далече — (242) нар. 1.Далеко, дальше, подальше: Ѥгда тѩ призоветь <сильныи> то не отъстѹпа<и и> ѥгда паче призоветь тѩ. то не нападаи да не <отъринеши себе> и не стани далече да не забъвенъ бѹдеши. (μακράν) Изб 1076, 163; аще и далече… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • подалече — (2*) нар. 1.Подальше: ѡнѣм же подалече ѿшедшимъ пастисѧ. (πορρωτέρω) ЖВИ XIV–XV, 69г. 2. Поодаль: друзии же подалече дру(г) ѿ друга жилище въдруживше. в недѣлю въ цр҃квь || единою сходѧ(т)сѧ. (πόρρωϑεν) ЖВИ XIV–XV, 51б–в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπωθεν — ἄπωθεν επίρρ. (Α) 1. από μακριά ή μακριά 2. μακριά από κάποιον ή κάτι 3. οἱ ἄπωθεν οι ξένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και… …   Dictionary of Greek

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • νησοειδής — νησοειδής, ές (Α) [νήσος] αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”