μετ-αμφιάζω

μετ-αμφιάζω

μετ-αμφιάζω, = Folgdm, Phalaec. 3 (VI, 165). – Im med., D. Sic. 16, 11, Luc. Hermot. 86; auch übertr., ὑποδυσάμενος Πυϑαγόραν τίνας μετημφιάσω μετ' αὐτόν, Gall. 19. – Bei Plut. de Alex. fort. II, 8 steht μεταμφιέζουσι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”