μετεώρισμα

μετεώρισμα

μετεώρισμα, τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεώρισμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίσματι — μετεώρισμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”