- μετ-εννέπω
μετ-εννέπω (s. ἐννέπω), zu Mehreren sprechen, sagen, αὐτὰρ ὁ τοῖς πάντεσσι μετέννεπε δήνεα κούρης, Ap. Rh. 3, 1168; Mosch. 2, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εννέπω (s. ἐννέπω), zu Mehreren sprechen, sagen, αὐτὰρ ὁ τοῖς πάντεσσι μετέννεπε δήνεα κούρης, Ap. Rh. 3, 1168; Mosch. 2, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεννέπω — (Α) μιλώ μεταξύ πολλών, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐννέπω «διαλέγομαι, ομιλώ»] … Dictionary of Greek