- μετ-εν-δέω
μετ-εν-δέω (s. δέω), umbinden, von einer Stelle los-u. an einer andern festbinden, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εν-δέω (s. δέω), umbinden, von einer Stelle los-u. an einer andern festbinden, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
μετενδώ — μετενδῶ, έω (Α) 1. λύνω κάτι από κάποιο μέρος ή από κάποιο σώμα και τό δένω σε άλλο 2. (το μέσ.) μετενδοῡμαι, έομαι (για την ψυχή) εγκαθίσταμαι, δεσμεύομαι σε άλλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν δέω «προσδένω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek