- μετ-εν-δύνω
μετ-εν-δύνω, = μετενδύομαι, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εν-δύνω, = μετενδύομαι, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek