μετ-εν-δύω

μετ-εν-δύω

μετ-εν-δύω (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς ϑοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετενδύω — (Α) 1. ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα 2. (το μέσ.) μετενδύομαι 1. ντύνομαι άλλα ενδύματα, αλλάζω φορέματα 2. μτφ. (για την ψυχή) μεταβαίνω σε άλλο σώμα ανθρώπου ή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν δύω «ντύνω»] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”