μετεωρότης

μετεωρότης

μετεωρότης, ητος, ἡ, = Vorigem, Phurnut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεωρότης — μετεωρότης, ητος, ἡ (Α) [μετέωρος] το να είναι κάτι μετέωρο …   Dictionary of Greek

  • μετεωρότητα — μετεωρότης sublimity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”