- μετα-χρώννῡμι
μετα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), umfärben, eine andere Farbe geben, Suid. erkl. μετασχηματίζω; εἰς τὴν ἐκείνου χροιὰν μεταχρώννυται, Poll. 1, 49. – Adj. verb. μεταχρωστέον, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), umfärben, eine andere Farbe geben, Suid. erkl. μετασχηματίζω; εἰς τὴν ἐκείνου χροιὰν μεταχρώννυται, Poll. 1, 49. – Adj. verb. μεταχρωστέον, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.