- μετα-φρίσσω
μετα-φρίσσω, hinterher schaudern, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-φρίσσω, hinterher schaudern, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek