μετα-τίθημι

μετα-τίθημι

μετα-τίθημι (s. τίϑημι), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέϑηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέϑην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίϑησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσϑεν, Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεϑέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληϑῶν ψευδεῖς μεταϑείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιϑέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων οὐδέν τι μετέϑηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιϑέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ κέρδος μεταποιῶν; ταχὺς μετέϑου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίϑεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταϑώμεϑα Plat. Rep. I, 334 e, ὕστερον γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταϑέσϑαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίϑεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταϑέσϑαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορϑοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταϑέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ευμετάθετος — η, ο (Α εὐμετάθετος, ον) αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός αρχ. 1. αυτός που αλλάζει εύκολα 2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα θετός (< μετα… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”