- μετα-στένω
μετα-στένω, hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-στένω, hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταστένω — (Α) στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω … Dictionary of Greek
μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek