- μετ-αρίθμιος
μετ-αρίθμιος, unter die Zahl gehörig, dazu gerechnet; ἀϑανάτοισιν, H. h. 25, 6; Ap. Rh. 1, 205; Opp. Hal. 2, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αρίθμιος, unter die Zahl gehörig, dazu gerechnet; ἀϑανάτοισιν, H. h. 25, 6; Ap. Rh. 1, 205; Opp. Hal. 2, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταρίθμιος — μεταρίθμιος, ον (Α) 1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων 2. (κατ επέκτ.) ο ισότιμος 3. αυτός που λαμβάνεται υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν αρίθμιος, ισ αρίθμιος] … Dictionary of Greek